Ό,τι ακολουθεί είναι απόσπασμα από το άρθρο Η ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Ο Α.Ν. Λεόντιεφ (1903-1979) ξεχώρισε στη θεωρία του Λ.
Βιγκότσκι μια θεμελιακή ιδέα, την ιδέα της δραστηριότητας, και προσπάθησε να
την αναπτύξει και να τη συγκεκριμενοποιήσει. Απ’ αυτή την άποψη, η θεωρία της
δραστηριότητας αποτελεί συνέχεια της πολιτιστικο-ιστορικής σχολής, που
θεμελίωσε ο Βιγκοτσκι.
Η προσέγγιση του αντικειμένου αποτελεί, σύμφωνα με το
γνωστό Σοβιετικό ψυχολόγο Β.Β. Νταβίντοφ, τον πυρήνα της θεωρίας της
δραστηριότητας. Ακριβώς αυτή η αρχή μάς επιτρέπει να χαράξουμε τη διαχωριστική
γραμμή ανάμεσα στην προσέγγιση της θεωρίας της δραστηριότητας από τις διάφορες
φυσιοδιφικές και μπιχεβιοριστικές αντιλήψεις του σχήματος «κίνητρο-αντίδραση»,
«οργανισμός-περιβάλλον» κλπ., κι αυτό γιατί ο Α.Ν. Λεόντιεφ καταλαβαίνει το
αντικείμενο όχι ως «πράγμα», το οποίο είναι ένα υπαρκτό αντικείμενο της φύσης,
αλλά σαν αυτό στο οποίο είναι προσανατολισμένη η ενέργεια... δηλαδή σαν
κάτι που έχει σχέση με τη ζωντανή ύπαρξη, σαν αντικείμενο της δραστηριότητάς
του, άσχετα αν πρόκειται για δραστηριότητα εξωτερική ή εσωτερική[7].
Οπως σημειώνει ο ίδιος: «...το αντικείμενο
παρουσιάζεται διπλά: αρχικά, ως ανεξάρτητη ύπαρξη, που υποτάσσεται στον εαυτό
της, που αναμορφώνει τη δραστηριότητα του υποκειμένου, ως μορφή του
αντικειμένου, σαν προϊόν της ψυχικής αντανάκλασης των στοιχείων του, που
πραγματοποιείται ως αποτέλεσμα της δραστηριότητας του υποκειμένου και
διαφορετικά δε θα μπορούσε να είναι»[8].
Στο αντικείμενο, μέσω της παραγωγικής δραστηριότητας του
ανθρώπου, της εργασίας, έχουμε την πραγμάτωση των ανθρώπινων ικανοτήτων, την
αποκρυστάλλωση των κατακτήσεων της κοινωνικο-ιστορικής ανάπτυξης του ανθρώπινου
είδους.
Ετσι, το αντικείμενο δεν παρουσιάζεται σαν «σημείο ύλης
στο διάστημα», ούτε σαν κίνητρο που προκαλεί αντίδραση, αλλά ως
αντικείμενο-μεταφορέας της κοινωνικο-ιστορικής εμπειρίας, που καθορίζει την
ιδιαιτερότητα της πράξης με το αντικείμενο.
Σ’ αντίθεση με τις θέσεις των μπιχεβιοριστών, η θεωρία της
δραστηριότητας υποστηρίζει τις αρχές της ενεργητικότητας της ψυχικής
αντανάκλασης, καθώς και της ενότητας της συμπεριφοράς με τη συνείδηση. Αυτή
η ενεργητικότητα και συνειδητοποίηση είναι που καθορίζει τη δραστηριότητα του
υποκειμένου.
Σύμφωνα μ’ αυτά, υπάρχει εξάρτηση των γνωστικών
διαδικασιών από διαφόρων ειδών αξίες, στόχους, θέσεις, ανάγκες, αισθήματα και
την προηγούμενη πείρα, που καθορίζουν τη δυνατότητα επιλογής και την κατεύθυνση
της δραστηριότητας. Σε κάθε δραστηριότητα του ανθρώπου (υποκειμένου) υπάρχουν
πράξεις. Για να προκύψουν αυτές, απαιτείται να υπάρχει αυτό που στη σοβιετική
ψυχολογία συνηθίζεται να ονομάζεται προσανατολισμένη βάση της πράξης, και
στην οποία εντάσσονται οι γνώσεις του υποκειμένου για την ίδια την πράξη, οι
συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτή γίνεται. Μ’ άλλα λόγια, θα λέγαμε ότι
πρόκειται για τη μορφή (την ιδέα) για το περιβάλλον και για την πράξη που έχει
το υποκείμενο. Τέλος, οποιαδήποτε πράξη περικλείει ένα σύνολο εγχειρημάτων
(προσπαθειών).
Στις εργασίες του Λεόντιεφ διατυπώθηκαν και περιγράφτηκαν
η γενική δομή της δραστηριότητας, οι ψυχολογικοί μηχανισμοί της και οι βασικές
μορφές της. Σύμφωνα μ’ αυτά, υπάρχουν δύο σημαντικοί κρίκοι της
δραστηριότητας, ο προσανατολιστικός και ο εκτελεστικός. Ο πρώτος
κρίκος περικλείει τις ανάγκες, τα μοτίβα και τους στόχους. Ο δεύτερος κρίκος
αποτελείται από τις πράξεις και τα εγχειρήματα.
Ανοίγοντας εδώ μια παρένθεση, αξίζει ν’ αναφέρουμε πως,
σύμφωνα με τον Λεόντιεφ, πράξη είναι η βασική μονάδα ανάλυσης
της δραστηριότητας. Είναι το προτσές που κατευθύνεται προς την υλοποίηση του
στόχου (σκοπού). Στόχος (ή σκοπός) είναι η μορφή του
επιθυμητού αποτελέσματος που πρέπει να επιτευχθεί κατά τη διάρκεια της πράξης,
ενώ τέλος, ενέργεια, ονομάζεται ο τρόπος υλοποίησης της
πράξης.
Οι ανάγκες, τα κίνητρα (μοτίβα) και οι στόχοι είναι που
προσανατολίζουν τον άνθρωπο στην πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Κατά τον
Λεόντιεφ, ακριβώς αυτή η προσανατολιστική πλευρά είναι και η
καθοριστική στη διαμόρφωση της πράξης. Αυτή η θέση του Α. Λεόντιεφ
είναι ιδιαίτερα σημαντική για την παιδαγωγική ψυχολογία, αφού:
1. Υπογραμμίζει τον αποφασιστικό ρόλο του
προσωπικού νοήματος που έχουν για ένα παιδί σχολικής ηλικίας οι
γνώσεις που καλείται ν’ αφομοιώσει. Με βάση αυτή την προσέγγιση μπορεί κανείς
να δει καλύτερα το ρόλο της συνειδητοποίησης στην εκπαίδευση. Κατά την άποψη
του Λεόντιεφ, εκείνο που χαρακτηρίζει τη συνειδητοποίηση στην εκπαίδευση, δεν
είναι κάποιες απαιτήσεις προς κάποιες ξέχωρες ψυχολογικές λειτουργίες: τη
νόηση, τη μνήμη κλπ. Μ’ άλλα λόγια δεν είναι η γνώση ούτε η κατανόηση του
μελετούμενου υλικού αυτό που χαρακτηρίζει τη συνειδητοποίηση, αλλά το νόημα το
οποίο παίρνει αυτό το υλικό για το μαθητή. Αυτό το νόημα καθορίζεται με τη
σειρά του από τα μοτίβα της εκπαιδευτικής (μαθησιακής) δραστηριότητας.
Αν, λοιπόν, το κίνητρο της μαθησιακής δραστηριότητας είναι
απλώς η αποστήθιση της ύλης για την εισαγωγή στην επόμενη βαθμίδα της
εκπαίδευσης, όπως γινόταν και εντείνεται στις μέρες μας, τότε είναι φανερό πως
το προσωπικό νόημα της μάθησης είναι αρκετά επιφανειακό και επισφαλές στο
πέρασμα του χρόνου. Ετσι που οι όποιες γνώσεις που απαιτούνται από το παιδί να
έχουν μια σύντομη «ημερομηνία λήξης».
Ο Λεόντιεφ δείχνει επίσης πως η εμφάνιση νέων μοτίβων, που
δημιουργούν νέα νοήματα, «ανοίγει» και νέες δυνατότητες στη σφαίρα της νόησης.
Ετσι, η γνωστή παιδαγωγική αρχή της ενότητας της διαπαιδαγώγησης και της
μάθησης, προσεγγίζεται από τον Λεόντιεφ μέσα από τη διαμόρφωση της ενότητας του
νοήματος και της σημασίας.
2. Αυτή η προσέγγιση του ζητήματος οδηγεί τον Λεόντιεφ να
απαντά πως στο δίδυμο «διαπαιδαγώγησης-μάθησης», προηγείται η
διαπαιδαγώγηση και έπεται η μάθηση. Η θέση αυτή του Λεόντιεφ έχει
τεράστια σημασία στις μέρες μας, όπου υλοποιείται η κυρίαρχη αντίληψη του
«εκπαιδεύσιμου» (κατά το «απασχολήσιμου»). Δηλαδή ενός αστικού εκπαιδευτικού
συστήματος που προβάλλει ένα μοντέλο εκπαίδευσης που περιορίζεται στην παροχή
μιας «στενής» ειδίκευσης στους νέους. Μιας εκπαίδευσης με στόχο να δημιουργήσει
υψηλά καταρτισμένο επιστημονικό-τεχνολογικό δυναμικό, αλλά που θα στερεί και θα
υποτιμά όλα εκείνα που μορφώνουν και διαπαιδαγωγούν τον άνθρωπο.
Στην περίπτωση ενός τέτιου εκπαιδευτικού συστήματος, η
διαπαιδαγώγηση δεν μπορεί παρά να διαμορφώνεται κυρίως από εξω-σχολικούς
παράγοντες. Ο ρόλος του σχολείου και του εκπαιδευτικού φτωχαίνει αντικειμενικά.
Σε έρευνες που ακολούθησαν από άλλους Σοβιετικούς
ψυχολόγους (Π. Γκαλπέριν, Ντ. Ελκόνιν, Α. Ζαπορόζετς, Π. Ζιντσένκο κλπ.), στη
βάση της προσέγγισης που επεξεργάστηκε ο Λεόντιεφ, αποκαλύφθηκε πως ο
προσανατολισμός των παιδιών παίζει τεράστιο ρόλο στην επίλυση διάφορων ασκήσεων
που αφορούν τη νόηση, τη μνημόνευση, τη διαίσθηση διαφόρων αντικειμένων, την
απόκτηση ικανοτήτων κλπ. Η προσέγγιση και οι έρευνες που ξεκίνησε ο Λεόντιεφ,
και συνέχισαν άλλοι Σοβιετικοί ψυχολόγοι, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την
παιδική ψυχολογία, αφού ασκεί κριτική σ’ εκείνες τις απόψεις που θεωρούν πως το
προτσές της αντίληψης περιορίζεται στην παθητική αφομοίωση από το υποκείμενο
των εξωτερικών επιδράσεων. Ο Λεόντιεφ έδειξε πως μια τέτια ερμηνεία είναι
λαθεμένη και μάλιστα οδηγεί σε ιδεαλιστικά συμπεράσματα.
Βάση της οντογενετικής ανάπτυξης της συνείδησης, του
ψυχισμού του ανθρώπου είναι η ανάπτυξη της δραστηριότητάς του. Με την εμφάνιση
κάποιας νέας δραστηριότητας του ανθρώπου, εμφανίζονται εκείνες ή άλλες νέες
λειτουργίες της συνείδησης (έτσι, για παράδειγμα, στο παιδί της προσχολικής
ηλικίας, μέσω της δραστηριότητας, εμφανίζονται τέτιες ψυχικές λειτουργίες, όπως
η φαντασία, και ο συμβολισμός). Σε κάθε ηλικιακή περίοδο στη ζωή του ανθρώπου
υπάρχει κάποια βασική (κυρίαρχη) δραστηριότητα.
Στις διαφορετικές παιδικές ηλικίες, οι αντίστοιχες
κυρίαρχες δραστηριότητες κινούνται στην κατεύθυνση να βοηθήσουν το παιδί στην
αφομοίωση εκείνου ή του άλλου περιεχομένου της κοινωνικής εμπειρίας. Κατά τη
διάρκεια της διαδικασίας αυτής της αφομοίωσης, το παιδί αναπαράγει στη
δραστηριότητά του τις ιστορικά διαμορφωμένες ανθρώπινες ικανότητες.
Στη συγκεκριμένη έκδοση φιλοξενούνται δύο εργασίες του
Α.Ν. Λεόντιεφ «Για τη θεωρία της ψυχικής ανάπτυξης του παιδιού» και
το άρθρο του «Αρχές της ψυχικής ανάπτυξης και το πρόβλημα της
διανοητικής ανεπάρκειας».
Ο Ντ. Μπ. Ελκόνιν (1904-1984) ασχολήθηκε, μαζί με τους
συνεργάτες του, με πειραματικές και θεωρητικές μελέτες που αφορούσαν ζητήματα
της παιδικής και παιδαγωγικής ψυχολογίας, στηριζόμενος στις απόψεις του Λ.
Βιγκότσκι. Στις εργασίες του εξετάστηκαν τα ζητήματα της φύσης της παιδικής
ηλικίας και του διαχωρισμού της σε περιόδους. Θέματα προς τα οποία στράφηκε η
προσοχή του Ντ. Μπ. Ελκόνιν ήταν οι ψυχολογικές ιδιαιτερότητες διάφορων
περιόδων της παιδικής ηλικίας, η ανάπτυξη του προφορικού και γραπτού λόγου, η
ψυχολογία του παιχνιδιού, η σύνδεση της ψυχικής ανάπτυξης του παιδιού με τη
μάθηση.
Ο Ντ. Μπ. Ελκόνιν θεμελίωσε τη θέση πως η παιδική ηλικία
έχει συγκεκριμένο ιστορικό χαρακτήρα και οι γενικές ψυχολογικές ιδιαιτερότητες
διάφορων περιόδων της ζωής επίσης αλλάζουν από μια ιστορική εποχή σε κάποια
άλλη.
Ο ίδιος πρότεινε ένα διαχωρισμό σε περιόδους ανάπτυξης
(για τις συνθήκες της σοσιαλιστικής κοινωνίας), που ήταν δομημένος στην έννοια
της κυρίαρχης δραστηριότητας. Στη συγκεκριμένη έκδοση, φιλοξενείται μια εργασία
του Ντ. Μπ. Ελκόνιν με τίτλο: «Για το ζήτημα της ψυχικής ανάπτυξης στην
παιδική ηλικία».
Οπωσδήποτε δεν αποτελεί στόχο αυτής της εισαγωγής να
εκθέσουμε σε όλη την πληρότητά της την αντίληψη που διαμόρφωσαν σε ένα διάστημα
πολλών δεκαετιών οι Σοβιετικοί ψυχολόγοι. Ούτε σε μια μικρή συλλογή εργασιών
τους μπορούμε να χωρέσουμε τον πλούτο των ερευνών, συμπερασμάτων και της
προσέγγισης που αυτοί διαμόρφωσαν. Εκείνο που θέλαμε να πετύχουμε, κι αυτό θα
το κρίνει στη συνέχει ο αναγνώστης, είναι να τον προϊδεάσουμε, να του δώσουμε
ορισμένα «εργαλεία», που θα κάνουν πιο εύκολη τη γνωριμία του με πέντε
σημαντικές εργασίες Σοβιετικών ψυχολόγων. Επίσης θέλαμε να θίξουμε ορισμένες
επίκαιρες, και για το σήμερα, πλευρές των συγκεκριμένων έργων.
Το γεγονός πως αυτές οι εργασίες αφορούν την παιδική
ψυχολογία, την παιδική ηλικία, δεν ήταν μια τυχαία επιλογή. Κατ’ αρχάς στην
ίδια τη σοβιετική ψυχολογία, από τα πρώτα της κιόλας βήματα, δόθηκε ιδιαίτερο
βάρος και προσοχή στον τομέα αυτό. Ο ίδιος ο θεμελιωτής της πολιτιστικο-ιστορικής
αντίληψης, ο Λεφ Βιγκότσκι, αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος των ερευνών κι
εργασιών του ακριβώς στην παιδική ηλικία. Από την ίδια, λοιπόν, την
πραγματικότητα έχει συσσωρευτεί ένα τεράστιο έργο που είναι κρίμα να παραμένει
άγνωστο για τον Ελληνα ψυχολόγο, εκπαιδευτικό, γονιό, ιδιαίτερα για όσους
ενδιαφέρονται για μια μαρξιστική προσέγγιση του ψυχισμού.
Ταυτόχρονα, μέσα από αυτό το έργο που αφορά την παιδική
ηλικία μπορεί κανείς να διαγνώσει πολλές σημαντικές μεθοδολογικές θέσεις που
κάνουν τη συνεισφορά της σοβιετικής ψυχολογίας να διαφέρει από τις άλλες
ψυχολογικές σχολές κι αντιλήψεις.
Από την εποχή που γράφτηκαν αυτές οι εργασίες «πολύ νερό
κύλησε στ’ αυλάκι», όμως πιστεύουμε πως αυτές, όπως και πολλές άλλες, διατηρούν
μια διαχρονική αξία, γι’ αυτό άλλωστε και τις παρουσιάζουμε. Οπωσδήποτε μπορεί
κανείς στο μέλλον να ανατρέξει σε μια γνωριμία και με πιο πρόσφατες εργασίες,
πιο σύγχρονων για τις μέρες μας επιστημόνων, όμως και πάλι τίποτα δεν μπορεί να
αντικαταστήσει τη γνωριμία με το έργο των «κλασικών», θα λέγαμε, της σοβιετικής
ψυχολογίας.
Αλλωστε, σε κάθε υπόθεση από κάπου θα πρέπει να γίνει μια
αρχή. Ελπίζουμε πως η συλλογή αυτή θ’ αποτελέσει μια καλή αρχή.
[7] Α.Ν. Λεόντιεφ: «Ζητήματα ανάπτυξης της προσωπικότητας». Μόσχα, 1972, 3η έκδοση, σελ. 39.
[8] Α.Ν. Λεόντιεφ: «Δραστηριότητα. Συνείδηση. Προσωπικότητα». Μόσχα, 1975, σελ. 84.
Ο Α.Ν. Λεόντιεφ (1903-1979) ξεχώρισε στη θεωρία του Λ.
Βιγκότσκι μια θεμελιακή ιδέα, την ιδέα της δραστηριότητας, και προσπάθησε να
την αναπτύξει και να τη συγκεκριμενοποιήσει. Απ’ αυτή την άποψη, η θεωρία της
δραστηριότητας αποτελεί συνέχεια της πολιτιστικο-ιστορικής σχολής, που
θεμελίωσε ο Βιγκοτσκι.
Η προσέγγιση του αντικειμένου αποτελεί, σύμφωνα με το
γνωστό Σοβιετικό ψυχολόγο Β.Β. Νταβίντοφ, τον πυρήνα της θεωρίας της
δραστηριότητας. Ακριβώς αυτή η αρχή μάς επιτρέπει να χαράξουμε τη διαχωριστική
γραμμή ανάμεσα στην προσέγγιση της θεωρίας της δραστηριότητας από τις διάφορες
φυσιοδιφικές και μπιχεβιοριστικές αντιλήψεις του σχήματος «κίνητρο-αντίδραση»,
«οργανισμός-περιβάλλον» κλπ., κι αυτό γιατί ο Α.Ν. Λεόντιεφ καταλαβαίνει το
αντικείμενο όχι ως «πράγμα», το οποίο είναι ένα υπαρκτό αντικείμενο της φύσης,
αλλά σαν αυτό στο οποίο είναι προσανατολισμένη η ενέργεια... δηλαδή σαν
κάτι που έχει σχέση με τη ζωντανή ύπαρξη, σαν αντικείμενο της δραστηριότητάς
του, άσχετα αν πρόκειται για δραστηριότητα εξωτερική ή εσωτερική[7].
Οπως σημειώνει ο ίδιος: «...το αντικείμενο
παρουσιάζεται διπλά: αρχικά, ως ανεξάρτητη ύπαρξη, που υποτάσσεται στον εαυτό
της, που αναμορφώνει τη δραστηριότητα του υποκειμένου, ως μορφή του
αντικειμένου, σαν προϊόν της ψυχικής αντανάκλασης των στοιχείων του, που
πραγματοποιείται ως αποτέλεσμα της δραστηριότητας του υποκειμένου και
διαφορετικά δε θα μπορούσε να είναι»[8].
Στο αντικείμενο, μέσω της παραγωγικής δραστηριότητας του
ανθρώπου, της εργασίας, έχουμε την πραγμάτωση των ανθρώπινων ικανοτήτων, την
αποκρυστάλλωση των κατακτήσεων της κοινωνικο-ιστορικής ανάπτυξης του ανθρώπινου
είδους.
Ετσι, το αντικείμενο δεν παρουσιάζεται σαν «σημείο ύλης
στο διάστημα», ούτε σαν κίνητρο που προκαλεί αντίδραση, αλλά ως
αντικείμενο-μεταφορέας της κοινωνικο-ιστορικής εμπειρίας, που καθορίζει την
ιδιαιτερότητα της πράξης με το αντικείμενο.
Σ’ αντίθεση με τις θέσεις των μπιχεβιοριστών, η θεωρία της
δραστηριότητας υποστηρίζει τις αρχές της ενεργητικότητας της ψυχικής
αντανάκλασης, καθώς και της ενότητας της συμπεριφοράς με τη συνείδηση. Αυτή
η ενεργητικότητα και συνειδητοποίηση είναι που καθορίζει τη δραστηριότητα του
υποκειμένου.
Σύμφωνα μ’ αυτά, υπάρχει εξάρτηση των γνωστικών
διαδικασιών από διαφόρων ειδών αξίες, στόχους, θέσεις, ανάγκες, αισθήματα και
την προηγούμενη πείρα, που καθορίζουν τη δυνατότητα επιλογής και την κατεύθυνση
της δραστηριότητας. Σε κάθε δραστηριότητα του ανθρώπου (υποκειμένου) υπάρχουν
πράξεις. Για να προκύψουν αυτές, απαιτείται να υπάρχει αυτό που στη σοβιετική
ψυχολογία συνηθίζεται να ονομάζεται προσανατολισμένη βάση της πράξης, και
στην οποία εντάσσονται οι γνώσεις του υποκειμένου για την ίδια την πράξη, οι
συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτή γίνεται. Μ’ άλλα λόγια, θα λέγαμε ότι
πρόκειται για τη μορφή (την ιδέα) για το περιβάλλον και για την πράξη που έχει
το υποκείμενο. Τέλος, οποιαδήποτε πράξη περικλείει ένα σύνολο εγχειρημάτων
(προσπαθειών).
Στις εργασίες του Λεόντιεφ διατυπώθηκαν και περιγράφτηκαν
η γενική δομή της δραστηριότητας, οι ψυχολογικοί μηχανισμοί της και οι βασικές
μορφές της. Σύμφωνα μ’ αυτά, υπάρχουν δύο σημαντικοί κρίκοι της
δραστηριότητας, ο προσανατολιστικός και ο εκτελεστικός. Ο πρώτος
κρίκος περικλείει τις ανάγκες, τα μοτίβα και τους στόχους. Ο δεύτερος κρίκος
αποτελείται από τις πράξεις και τα εγχειρήματα.
Ανοίγοντας εδώ μια παρένθεση, αξίζει ν’ αναφέρουμε πως,
σύμφωνα με τον Λεόντιεφ, πράξη είναι η βασική μονάδα ανάλυσης
της δραστηριότητας. Είναι το προτσές που κατευθύνεται προς την υλοποίηση του
στόχου (σκοπού). Στόχος (ή σκοπός) είναι η μορφή του
επιθυμητού αποτελέσματος που πρέπει να επιτευχθεί κατά τη διάρκεια της πράξης,
ενώ τέλος, ενέργεια, ονομάζεται ο τρόπος υλοποίησης της
πράξης.
Οι ανάγκες, τα κίνητρα (μοτίβα) και οι στόχοι είναι που
προσανατολίζουν τον άνθρωπο στην πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Κατά τον
Λεόντιεφ, ακριβώς αυτή η προσανατολιστική πλευρά είναι και η
καθοριστική στη διαμόρφωση της πράξης. Αυτή η θέση του Α. Λεόντιεφ
είναι ιδιαίτερα σημαντική για την παιδαγωγική ψυχολογία, αφού:
1. Υπογραμμίζει τον αποφασιστικό ρόλο του
προσωπικού νοήματος που έχουν για ένα παιδί σχολικής ηλικίας οι
γνώσεις που καλείται ν’ αφομοιώσει. Με βάση αυτή την προσέγγιση μπορεί κανείς
να δει καλύτερα το ρόλο της συνειδητοποίησης στην εκπαίδευση. Κατά την άποψη
του Λεόντιεφ, εκείνο που χαρακτηρίζει τη συνειδητοποίηση στην εκπαίδευση, δεν
είναι κάποιες απαιτήσεις προς κάποιες ξέχωρες ψυχολογικές λειτουργίες: τη
νόηση, τη μνήμη κλπ. Μ’ άλλα λόγια δεν είναι η γνώση ούτε η κατανόηση του
μελετούμενου υλικού αυτό που χαρακτηρίζει τη συνειδητοποίηση, αλλά το νόημα το
οποίο παίρνει αυτό το υλικό για το μαθητή. Αυτό το νόημα καθορίζεται με τη
σειρά του από τα μοτίβα της εκπαιδευτικής (μαθησιακής) δραστηριότητας.
Αν, λοιπόν, το κίνητρο της μαθησιακής δραστηριότητας είναι
απλώς η αποστήθιση της ύλης για την εισαγωγή στην επόμενη βαθμίδα της
εκπαίδευσης, όπως γινόταν και εντείνεται στις μέρες μας, τότε είναι φανερό πως
το προσωπικό νόημα της μάθησης είναι αρκετά επιφανειακό και επισφαλές στο
πέρασμα του χρόνου. Ετσι που οι όποιες γνώσεις που απαιτούνται από το παιδί να
έχουν μια σύντομη «ημερομηνία λήξης».
Ο Λεόντιεφ δείχνει επίσης πως η εμφάνιση νέων μοτίβων, που
δημιουργούν νέα νοήματα, «ανοίγει» και νέες δυνατότητες στη σφαίρα της νόησης.
Ετσι, η γνωστή παιδαγωγική αρχή της ενότητας της διαπαιδαγώγησης και της
μάθησης, προσεγγίζεται από τον Λεόντιεφ μέσα από τη διαμόρφωση της ενότητας του
νοήματος και της σημασίας.
2. Αυτή η προσέγγιση του ζητήματος οδηγεί τον Λεόντιεφ να
απαντά πως στο δίδυμο «διαπαιδαγώγησης-μάθησης», προηγείται η
διαπαιδαγώγηση και έπεται η μάθηση. Η θέση αυτή του Λεόντιεφ έχει
τεράστια σημασία στις μέρες μας, όπου υλοποιείται η κυρίαρχη αντίληψη του
«εκπαιδεύσιμου» (κατά το «απασχολήσιμου»). Δηλαδή ενός αστικού εκπαιδευτικού
συστήματος που προβάλλει ένα μοντέλο εκπαίδευσης που περιορίζεται στην παροχή
μιας «στενής» ειδίκευσης στους νέους. Μιας εκπαίδευσης με στόχο να δημιουργήσει
υψηλά καταρτισμένο επιστημονικό-τεχνολογικό δυναμικό, αλλά που θα στερεί και θα
υποτιμά όλα εκείνα που μορφώνουν και διαπαιδαγωγούν τον άνθρωπο.
Στην περίπτωση ενός τέτιου εκπαιδευτικού συστήματος, η
διαπαιδαγώγηση δεν μπορεί παρά να διαμορφώνεται κυρίως από εξω-σχολικούς
παράγοντες. Ο ρόλος του σχολείου και του εκπαιδευτικού φτωχαίνει αντικειμενικά.
Σε έρευνες που ακολούθησαν από άλλους Σοβιετικούς
ψυχολόγους (Π. Γκαλπέριν, Ντ. Ελκόνιν, Α. Ζαπορόζετς, Π. Ζιντσένκο κλπ.), στη
βάση της προσέγγισης που επεξεργάστηκε ο Λεόντιεφ, αποκαλύφθηκε πως ο
προσανατολισμός των παιδιών παίζει τεράστιο ρόλο στην επίλυση διάφορων ασκήσεων
που αφορούν τη νόηση, τη μνημόνευση, τη διαίσθηση διαφόρων αντικειμένων, την
απόκτηση ικανοτήτων κλπ. Η προσέγγιση και οι έρευνες που ξεκίνησε ο Λεόντιεφ,
και συνέχισαν άλλοι Σοβιετικοί ψυχολόγοι, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την
παιδική ψυχολογία, αφού ασκεί κριτική σ’ εκείνες τις απόψεις που θεωρούν πως το
προτσές της αντίληψης περιορίζεται στην παθητική αφομοίωση από το υποκείμενο
των εξωτερικών επιδράσεων. Ο Λεόντιεφ έδειξε πως μια τέτια ερμηνεία είναι
λαθεμένη και μάλιστα οδηγεί σε ιδεαλιστικά συμπεράσματα.
Βάση της οντογενετικής ανάπτυξης της συνείδησης, του
ψυχισμού του ανθρώπου είναι η ανάπτυξη της δραστηριότητάς του. Με την εμφάνιση
κάποιας νέας δραστηριότητας του ανθρώπου, εμφανίζονται εκείνες ή άλλες νέες
λειτουργίες της συνείδησης (έτσι, για παράδειγμα, στο παιδί της προσχολικής
ηλικίας, μέσω της δραστηριότητας, εμφανίζονται τέτιες ψυχικές λειτουργίες, όπως
η φαντασία, και ο συμβολισμός). Σε κάθε ηλικιακή περίοδο στη ζωή του ανθρώπου
υπάρχει κάποια βασική (κυρίαρχη) δραστηριότητα.
Στις διαφορετικές παιδικές ηλικίες, οι αντίστοιχες
κυρίαρχες δραστηριότητες κινούνται στην κατεύθυνση να βοηθήσουν το παιδί στην
αφομοίωση εκείνου ή του άλλου περιεχομένου της κοινωνικής εμπειρίας. Κατά τη
διάρκεια της διαδικασίας αυτής της αφομοίωσης, το παιδί αναπαράγει στη
δραστηριότητά του τις ιστορικά διαμορφωμένες ανθρώπινες ικανότητες.
Στη συγκεκριμένη έκδοση φιλοξενούνται δύο εργασίες του
Α.Ν. Λεόντιεφ «Για τη θεωρία της ψυχικής ανάπτυξης του παιδιού» και
το άρθρο του «Αρχές της ψυχικής ανάπτυξης και το πρόβλημα της
διανοητικής ανεπάρκειας».
Ο Ντ. Μπ. Ελκόνιν (1904-1984) ασχολήθηκε, μαζί με τους
συνεργάτες του, με πειραματικές και θεωρητικές μελέτες που αφορούσαν ζητήματα
της παιδικής και παιδαγωγικής ψυχολογίας, στηριζόμενος στις απόψεις του Λ.
Βιγκότσκι. Στις εργασίες του εξετάστηκαν τα ζητήματα της φύσης της παιδικής
ηλικίας και του διαχωρισμού της σε περιόδους. Θέματα προς τα οποία στράφηκε η
προσοχή του Ντ. Μπ. Ελκόνιν ήταν οι ψυχολογικές ιδιαιτερότητες διάφορων
περιόδων της παιδικής ηλικίας, η ανάπτυξη του προφορικού και γραπτού λόγου, η
ψυχολογία του παιχνιδιού, η σύνδεση της ψυχικής ανάπτυξης του παιδιού με τη
μάθηση.
Ο Ντ. Μπ. Ελκόνιν θεμελίωσε τη θέση πως η παιδική ηλικία
έχει συγκεκριμένο ιστορικό χαρακτήρα και οι γενικές ψυχολογικές ιδιαιτερότητες
διάφορων περιόδων της ζωής επίσης αλλάζουν από μια ιστορική εποχή σε κάποια
άλλη.
Ο ίδιος πρότεινε ένα διαχωρισμό σε περιόδους ανάπτυξης
(για τις συνθήκες της σοσιαλιστικής κοινωνίας), που ήταν δομημένος στην έννοια
της κυρίαρχης δραστηριότητας. Στη συγκεκριμένη έκδοση, φιλοξενείται μια εργασία
του Ντ. Μπ. Ελκόνιν με τίτλο: «Για το ζήτημα της ψυχικής ανάπτυξης στην
παιδική ηλικία».
Οπωσδήποτε δεν αποτελεί στόχο αυτής της εισαγωγής να
εκθέσουμε σε όλη την πληρότητά της την αντίληψη που διαμόρφωσαν σε ένα διάστημα
πολλών δεκαετιών οι Σοβιετικοί ψυχολόγοι. Ούτε σε μια μικρή συλλογή εργασιών
τους μπορούμε να χωρέσουμε τον πλούτο των ερευνών, συμπερασμάτων και της
προσέγγισης που αυτοί διαμόρφωσαν. Εκείνο που θέλαμε να πετύχουμε, κι αυτό θα
το κρίνει στη συνέχει ο αναγνώστης, είναι να τον προϊδεάσουμε, να του δώσουμε
ορισμένα «εργαλεία», που θα κάνουν πιο εύκολη τη γνωριμία του με πέντε
σημαντικές εργασίες Σοβιετικών ψυχολόγων. Επίσης θέλαμε να θίξουμε ορισμένες
επίκαιρες, και για το σήμερα, πλευρές των συγκεκριμένων έργων.
Το γεγονός πως αυτές οι εργασίες αφορούν την παιδική
ψυχολογία, την παιδική ηλικία, δεν ήταν μια τυχαία επιλογή. Κατ’ αρχάς στην
ίδια τη σοβιετική ψυχολογία, από τα πρώτα της κιόλας βήματα, δόθηκε ιδιαίτερο
βάρος και προσοχή στον τομέα αυτό. Ο ίδιος ο θεμελιωτής της πολιτιστικο-ιστορικής
αντίληψης, ο Λεφ Βιγκότσκι, αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος των ερευνών κι
εργασιών του ακριβώς στην παιδική ηλικία. Από την ίδια, λοιπόν, την
πραγματικότητα έχει συσσωρευτεί ένα τεράστιο έργο που είναι κρίμα να παραμένει
άγνωστο για τον Ελληνα ψυχολόγο, εκπαιδευτικό, γονιό, ιδιαίτερα για όσους
ενδιαφέρονται για μια μαρξιστική προσέγγιση του ψυχισμού.
Ταυτόχρονα, μέσα από αυτό το έργο που αφορά την παιδική
ηλικία μπορεί κανείς να διαγνώσει πολλές σημαντικές μεθοδολογικές θέσεις που
κάνουν τη συνεισφορά της σοβιετικής ψυχολογίας να διαφέρει από τις άλλες
ψυχολογικές σχολές κι αντιλήψεις.
Από την εποχή που γράφτηκαν αυτές οι εργασίες «πολύ νερό
κύλησε στ’ αυλάκι», όμως πιστεύουμε πως αυτές, όπως και πολλές άλλες, διατηρούν
μια διαχρονική αξία, γι’ αυτό άλλωστε και τις παρουσιάζουμε. Οπωσδήποτε μπορεί
κανείς στο μέλλον να ανατρέξει σε μια γνωριμία και με πιο πρόσφατες εργασίες,
πιο σύγχρονων για τις μέρες μας επιστημόνων, όμως και πάλι τίποτα δεν μπορεί να
αντικαταστήσει τη γνωριμία με το έργο των «κλασικών», θα λέγαμε, της σοβιετικής
ψυχολογίας.
Αλλωστε, σε κάθε υπόθεση από κάπου θα πρέπει να γίνει μια
αρχή. Ελπίζουμε πως η συλλογή αυτή θ’ αποτελέσει μια καλή αρχή.
[7] Α.Ν. Λεόντιεφ: «Ζητήματα ανάπτυξης της προσωπικότητας». Μόσχα, 1972, 3η έκδοση, σελ. 39.
[8] Α.Ν. Λεόντιεφ: «Δραστηριότητα. Συνείδηση. Προσωπικότητα». Μόσχα, 1975, σελ. 84.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου