Είναι
απαραίτητο, κατά τη γνώμη μου, να αναδειχθούν ορισμένες βασικές πλευρές του
λαϊκού κινήματος της Εθνικής Αντίστασης, πλευρές που χαρακτήρισαν και το κίνημα
των δημοσίων υπαλλήλων. Χωρίς την παραμικρή διάθεση υποτίμησης της ανάγκης της
παραπέρα συνέχισης και εμβάθυνσης της ιστορικής έρευνας γύρω στην περίοδο
1941-1944, έχω την πεποίθηση ότι είναι εξίσου απαραίτητη η προβολή και η
συνεχής υπεράσπιση ιστορικών αληθειών, που, σήμερα, 61 χρόνια μετά τη λήξη του
Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, συνεχίζουν να αποσιωπώνται, να διαστρεβλώνονται, ή ακόμα
και να καταπολεμούνται από διάφορα τμήματα του πνευματικού, πολιτικού και
οικονομικού κατεστημένου.
Τα γεγονότα
αυτής της περιόδου όχι μόνο δε χάνουν τίποτα από την αξία τους με το πέρασμα
του χρόνου, αλλά αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη επικαιρότητα, για πολλούς και
διάφορους λόγους, από τους οποίους επιτρέψτε μου να αναφέρω εν συντομία τους
παρακάτω:
Ο πρώτος
λόγος είναι ότι εδώ και πάνω από 15 χρόνια γίνεται μια πολύ πιο
συστηματική προσπάθεια ιστορικής και ηθικής αποκατάστασης τόσο των αυτουργών
όσο και των ίδιων των σφαγέων των λαών κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν είναι
καθόλου ανεξάρτητα μεταξύ τους, γεγονότα όπως η στρογγυλοποίηση των εγκλημάτων
του γερμανικού και ιαπωνικού ιμπεριαλισμού από μερίδα της επίσημης
ιστοριογραφίας στη Γερμανία και Ιαπωνία αντίστοιχα, η ανάδειξη των συνεργατών του
χιτλεροφασισμού στις Βαλτικές χώρες σε εθνικούς ήρωες και η υλική τους
αποκατάσταση, καθώς και η προσπάθεια που καταβάλλεται ξανά, ιδιαίτερα τα
τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, για την αναβάπτιση των ταγματασφαλιτών σε
πατριώτες (η υλική τους αποκατάσταση ολοκληρώθηκε ήδη την περίοδο της χούντας
των συνταγματαρχών).
Ο
δεύτερος λόγος είναι ότι σε άμεση σχέση με τα παραπάνω εξελίσσεται και
μια καλά οργανωμένη και συντονισμένη προσπάθεια υποτίμησης και διαστρέβλωσης
του ρόλου των εθνικοαπελευθερωτικών λαϊκών κινημάτων, στην απελευθέρωση της
Ευρώπης από το φασισμό. Μια προσπάθεια στην οποία δυστυχώς πρόθυμα
ανταποκρίθηκε και μια μερίδα ακαδημαϊκών της χώρας μας. Μια προσπάθεια που κατά
τη γνώμη μου βρίσκεται σε ευθεία συνάρτηση με τα υπόλοιπα μέτρα που εφαρμόζονται,
ώστε η λαϊκή συνείδηση να συμβιβαστεί με τη βαρβαρότητα των ιμπεριαλιστικών
επεμβάσεων (που δε φαίνεται να έχουν τελειωμό) και να αποστασιοποιηθεί από την
αναγκαιότητα της λαϊκής αντίστασης, σε όλες της τις μορφές.
Ενας
τρίτος αλλά όχι λιγότερο σημαντικός λόγος είναι η ηττοπάθεια και η
μοιρολατρία που καλλιεργούνται χρόνια τώρα τόσο στις γραμμές των δημόσιων
υπαλλήλων, όσο και των υπόλοιπων εργαζομένων της χώρας και που βρίσκει την
έκφρασή του μέσα από την πολιτική του «εφικτού» και το «ρεαλισμό» της υποταγής.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι ο εγκλωβισμός της πάλης τους σε επιμέρους
μάχες χαρακωμάτων, χωρίς το συντονισμό με άλλα στρώματα εργαζομένων. Αυτή η
περιχαράκωση και ο συμβιβασμός επιτρέπουν ταυτόχρονα και την ένταση της
προσπάθειας, που κατέβαλαν και καταβάλλουν όλες οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις
της χώρας, για τη μετατροπή των υπαλλήλων σε πειθήνια όργανα του κράτους, για
την εξασφάλιση καλύτερων συνθηκών κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Οι πτυχές του
δημοσιοϋπαλληλικού κινήματος μπορούν να αναδείξουν σημαντικές αρετές του, που
από μόνες τους αποστομώνουν όσους αναφέρονται στη «δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία»
για να της προσδώσουν αποκλειστικα και μόνον όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά της
κοινωνίας.
Ορισμένα
συμπεράσματα
— Το
δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα, όπως και το υπόλοιπο εργατικό κίνημα, εισέρχεται
σχετικά αποδυναμωμένο στην περίοδο που εξετάζουμε, καθώς έχει υποστεί
σοβαρότατα πλήγματα από την τρομοκρατία και τα μέτρα καταστολής της δικτατορίας
Μεταξά. Νομίζω ότι συμφωνούμε όλοι στο ότι οι αντικομμουνιστικές διώξεις (όχι
μόνο κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας, αλλά κάθε φορά που αυτές
εξαπολύονταν) μόνο αρχικά έπληξαν αποκλειστικά τους κομμουνιστές, καθώς αργά ή
γρήγορα επεκτάθηκαν σε όλο το φάσμα του συνδικαλιστικού και πολιτικού
κινήματος, ακόμα και αυτού που προσανατολιζόταν μόνο σε κάποιες
μεταρρυθμιστικές προσπάθειες.
Αυτό το
αποδυναμωμένο κίνημα «υπερέβη εαυτόν» σε μια περίοδο πολλαπλά δυσκολότερη από
αυτήν του Μεταξά, καθώς στην τρομοκρατία και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς
της ντόπιας αστικής τάξης προστέθηκαν οι κατοχικές φασιστικές δυνάμεις. Το
εγχείρημα αυτό φαντάζει ακόμη πιο δύσκολο αν αναλογιστούμε το γεγονός ότι η
πλειοψηφία των δημόσιων υπαλλήλων (ως αποτέλεσμα βεβαίως και των
αντικομμουνιστικών διώξεων) παρέμενε μέχρι τότε προσκολλημένη στους πολιτικούς
εκπροσώπους της αστικής τάξης, οι οποίοι, την περίοδο που συζητάμε, είτε
εγκατέλειψαν το λαό για να βρουν καταφύγιο στα ασφαλή λιμάνια της
αγγλοκρατούμενης Μέσης Ανατολής, είτε συνεργάστηκαν ανοιχτά με τους κατακτητές,
καθώς και το γεγονός ότι αυτά τα δύο βασικά στρατόπεδα του αστικού πολιτικού
κόσμου, από κοινού και πέρα από τις μεταξύ τους διαφορές κήρυτταν το ανώφελο
κάθε μορφής αντίστασης και την ανάγκη συμβιβασμού με την τότε «νέα τάξη
πραγμάτων» (τουλάχιστον μέχρι την ανατροπή της από τους «συμμάχους» Βρετανούς).
Αυτές τις
δυσκολότατες συνθήκες ξεπέρασε το δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα, στηριγμένο στην
πολιτική του ΚΚΕ. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το ΚΚΕ πριν συγκροτήσει το
Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο σε συμμαχία με άλλα μικρότερα κόμματα (27/9/1941),
ακριβώς επειδή θεωρούσε την εργατική τάξη ως τη βασική συνιστώσα του εθνικού
απελευθερωτικού αγώνα πρωτοστάτησε αρχικά στη συγκρότηση του Εργατικού ΕΑΜ
(16/7/1941), στο οποίο ανήκε και η «Πανυπαλληλική Επιτροπή» και αφού ελάχιστο χρόνο
νωρίτερα είχε ιδρυθεί η «Εθνική Αλληλεγγύη» (28/5/1941), ως συνέχεια και
μετεξέλιξη της προπολεμικής «Εργατικής Βοήθειας»
.
Η συμβολή στον απελευθερωτικό αγώνα
Με βάση τα
παραπάνω γίνεται νομίζω κατανοητό και το γιατί το κίνημα των δημόσιων υπαλλήλων
είναι ένα από τα πρώτα μαζικά αντιστασιακά κινήματα στις πόλεις.
Οταν στη
χώρα μας και ιδιαίτερα στην Αθήνα και τον Πειραιά, το καλοκαίρι του 1941,
ξεκινούσε ο μεγάλος λιμός, ως απόρροια της πολιτικής των κατοχικών δυνάμεων και
των πολιτικών εκπροσώπων της αστικής τάξης της χώρας, που συνεργάστηκαν μαζί
τους, μόνο το ΚΚΕ και το ΕΑΜ κάλεσαν το λαό σε οργανωμένη πάλη, για την
επιβίωσή του. Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ είναι οι δυνάμεις που κατάφεραν να οργανώσουν
και να κινητοποιήσουν τους έφεδρους πολεμιστές, τους ανάπηρους πολέμου και τους
δημόσιους υπάλληλους, στον αγώνα για την επίλυση των οξύτατων οικονομικών τους
προβλημάτων.
Η
Πανυπαλληλική Επιτροπή, η συνδικαλιστική απελευθερωτική οργάνωση των δημόσιων
υπαλλήλων (επαν)ιδρύθηκε τον Ιούλη του 1941 (την ίδια περίοδο με το ΕΕΑΜ),
σχεδόν ταυτόχρονα με την πρώτη μαζική εκδήλωση αντίθεσης στο καθεστώς κατοχής
στην Αθήνα, την συγκέντρωση των Κρητών εφέδρων πολεμιστών στο Παναθηναϊκό
Στάδιο.
Με επίπονη
προσπάθεια, στις δύσκολες συνθήκες της Κατοχής, η Πανυπαλληλική Επιτροπή
κατάφερε να οργανώσει και την αποφασιστική μάχη των δημόσιων υπαλλήλων, για την
επιβίωσή τους, τη μεγάλη απεργία, που ξεκίνησε στις 12 του Απρίλη 1942 από το
Κεντρικό Ταχυδρομείο της Αθήνας και επεκτάθηκε, σε πολύ σύντομο διάστημα, σε
όλες τις δημόσιες υπηρεσίες της Αθήνας, του Πειραιά, της Πάτρας και της
Θεσσαλονίκης. Στο αποκορύφωμά της, αυτή η απεργία αγκάλιασε πάνω από 50.000
δημόσιους υπαλλήλους και υποχρέωσε την κατοχική κυβέρνηση να δεχτεί τα αιτήματα
των απεργών, στις 21 του ίδιου μήνα.
Οι δημόσιοι
υπάλληλοι θα συνεχίσουν καθ’ όλο το έτος τον αγώνα τους για την επιβίωση μέσα
από το κοινό μέτωπο όλων των λαϊκών στρωμάτων της πόλης, που προωθούσε η δράση
του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Σε αυτά τα πλαίσια είναι ενταγμένες και οι μεγάλες
απεργιακές κινητοποιήσεις της 20ής και 21ης του Δεκέμβρη 1942, που συγκλόνισαν
την Αθήνα και τον Πειραιά. Το ότι σταμάτησε ο φοβερός λιμός του ’41-’42
οφείλεται κατά μεγάλο μέρος ακριβώς σε αυτόν το γιγάντιο κοινό αγώνα των
εργαζομένων.
Αξίζει εδώ
να σημειώσουμε ότι τους εκπροσώπους της αστικής τάξης της χώρας μας, που
έχοντας όλες τις ανέσεις, έκαναν «αντίσταση» από το ασφαλές Κάιρο, δεν τους
συγκίνησε και τόσο, ούτε η λιμοκτονία του ελληνικού λαού, ούτε η πάλη του για
την επιβίωση. Προβληματίστηκαν όμως σφόδρα από «…το γεγονός ότι όλοι οι
πεινασμένοι και όλοι οι αγωνιζόμενοι συσπειρώνονται γύρω από το Κομμουνιστικό
Κόμμα», όπως αναφέρει και ο Σαρλ Ντε Γκολ, στα «Πολεμικά Απομνημονεύματά» του
(τόμος 1, Μόσχα 1957, σελ. 273).
Οι δημόσιοι
υπάλληλοι δεν περιορίστηκαν όμως μόνο σε αγώνες για τα δικαιώματά τους.
Συνέβαλαν σημαντικά και στο γενικότερο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, όπως, π.χ.,
με την παρεμπόδιση της διαδικασίας συγκέντρωσης της αγροτικής παραγωγής για τα
κατοχικά στρατεύματα, με την παροχή πολύτιμων πληροφοριών στις ΕΑΜικές οργανώσεις
για τα σχέδια των κατακτητών και των ντόπιων οργάνων τους, κλπ. και βεβαίως
συμμετέχοντας και στην ένοπλη πάλη μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ.
Ορόσημο για
τον ενιαίο αγώνα των δημόσιων υπαλλήλων με τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα αποτέλεσε
το έτος 1943, όταν οι οικονομικοί και πολιτικοί αγώνες του λαού όχι μόνο
βρίσκονται σε ραγδαία άνοδο, αλλά περνούν και σε μια νέα, πιο ώριμη θα λέγαμε
φάση, όσο αφορά στο περιεχόμενό τους.
Η ματαίωση της επιστράτευσης
Ηδη από τις
αρχές του 1943, οι κατακτητές, για να εξοικονομήσουν δυνάμεις για το Ανατολικό
Μέτωπο, προσπάθησαν, σε συνεργασία με την δοσίλογη κυβέρνηση, να επιστρατεύσουν
Ελληνες και να τους στείλουν στα εργοστάσια της Γερμανίας.
Το σχετικό
διάταγμα της επιστράτευσης, στηριγμένο στη διαταγή του αντιστρατήγου Αλεξάντερ
Λερ, προέβλεπε την επιστράτευση Ελλήνων πολιτών για εργασία στην υπηρεσία των
κατακτητών, συνέχεια της οποίας θα ήταν η αποστολή επιστρατευμένων Ελλήνων
εκτός συνόρων της Ελλάδας. Οταν το διάταγμα στάλθηκε, το βράδυ της 22ης του
Φλεβάρη, για να δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, οι οργανώσεις των
εργατοϋπαλλήλων του Εθνικού Τυπογραφείου ήταν αυτές που ειδοποίησαν την ηγεσία
του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.
Ετσι το
ΕΑΜικό κίνημα βρέθηκε σε ετοιμότητα ούτως ώστε να αποτρέψει τον τεράστιο
κίνδυνο που απειλούσε το λαό.
Χάρη και στη
μαζική συμμετοχή των δημόσιων υπαλλήλων, στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα του 1943
(αλλά και συνολικά του αντιστασιακού μαζικού κινήματος) ανήκουν: α) Η διαδήλωση
στην Αθήνα εκατοντάδων χιλιάδων λαού στις 5.3.43, ενάντια στην πολιτική
επιστράτευση, που στέφθηκε με πλήρη επιτυχία. Ανάγκασε τον Χίτλερ να πάρει πίσω
τη διαταγή και γκρέμισε την κυβέρνηση Λογοθετόπουλου. β) Η διαδήλωση στην Αθήνα
εκατοντάδων χιλιάδων λαού, στις 22.7.43, ενάντια στην κάθοδο των Βουλγάρων. Και
αυτή ματαίωσε τα σχέδια των κατακτητών και των συνεργατών τους. Τέτοιες
διαδηλώσεις ήταν μοναδικές στην κατεχόμενη Ευρώπη.
Οι δημόσιοι
υπάλληλοι δεν πτοήθηκαν ούτε από τις απειλές του νέου κατοχικού «πρωθυπουργού»
Ι. Ράλλη, που πάντως έχει πολλαπλή αξία να τις θυμόμαστε τακτικά:
Μετά την
παλλαϊκή διαδήλωση στις 5.3.43 κατά της πολιτικής επιστράτευσης, οι κατακτητές
έχρισαν πρωθυπουργό τον Ιωάννη Ράλλη.
Η κυβέρνηση Ράλλη ορκίστηκε από τον
Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό στις 7 του Απρίλη 1943. Και η πρώτη μεγάλη «πατριωτική» πράξη
της ήταν το διάγγελμα του «προέδρου» της στους αντάρτες του ΕΛΑΣ να παραδώσουν
τα όπλα, με την υπόσχεση αμνηστίας. Φέρει ημερομηνία 5 Μάη 1943 και
δημοσιεύτηκε την αμέσως επομένη στις περισσότερες αθηναϊκές εφημερίδες.
«Ελληνες,
Αι δυνάμεις του Αξονος απεφάσισαν
την διά συντόνου και μεγάλης ολκής στρατιωτικής δράσεως εκκαθάρισιν της χώρας
μας από τας λυμαινομένας αυτήν συμμορίας, αι οποίαι καθοδηγούνται και
χρηματοδοτούνται είτε από υπούλους και εχθρικάς ξένας προπαγάνδας, είτε από
επικινδύνους υπονομευτάς του διέποντος ημάς κοινωνικού καθεστώτος, είτε από
κοινούς κακοποιούς, είτε ακόμη από άφρονάς τινας ανευθύνους παράγοντας
παρασυρθέντας και εμπνεομένους από εκείνους οι οποίοι, εν ευμαρεία και ασφαλεία
ζώντες, αδιαφορούν διά τον όλεθρον που επαπειλεί ανά παν λεπτόν τους ελληνικούς
πληθυσμούς και συνεπώς αυτήν ταύτην την ελληνικήν φυλήν. (…)
Ελληνες,
Υπενθυμίζω εις υμάς ότι αι Δυνάμεις
του Αξονος, καίτοι έχουσαι να αντιμετωπίσουν όλας τας συνεπείας και τας βαρείας
υποχρεώσεις του πρωτοφανούς εις έκτασιν πολέμου επέδειξαν εις πάσαν ευκαιρίαν
την προς τον ελληνικόν λαόν συμπάθειάν των.
Μη λησμονείτε ότι διά γενναίας
χειρονομίας των ηγετών της Γερμανίας και Ιταλίας ο ελληνικός στρατός αφέθη
ελεύθερος, μη θεωρηθείς αιχμάλωτος πολέμου.
Μη λησμονείτε ότι ο ελληνικός λαός
τελείως εγκαταλελειμμένος και αποκεκλεισμένος πανταχόθεν, θα κατεδικάζετο εις
ομαδικόν εξ ασιτίας θάνατον, αν μη, παρ’ όλας τας τρομακτικάς δυσχερείας και
παρ’ όλα τα εγκληματικά σαμποτάζ, επεσιτίζετο η χώρα μας, εκ του υστερήματός
των, υπό των Δυνάμεων του Αξονος ως και αν δεν διευκόλυνον αύται την μεταφοράν
δι’ ουδετέρων ατμοπλοίων, φορτίων απαραιτήτου διά την Ελλάδα σίτου και άλλων
ειδών.
Μη λησμονείτε ότι δεν εδίστασαν
αύται και εμπειρογνώμονας ακόμη να στείλουν εις την χώραν μας, διά να σώσουν
τον ελληνικόν λαόν από τον εκφυλισμόν εκ της πείνης, ότε είδον την τρομεράν
τραγωδίαν του χειμώνος του 1941. (σ.σ. Ολα αυτά τη στιγμή που η πείνα
εξαπλώθηκε ακριβώς επειδή προηγήθηκε η επίταξη για την υποχρεωτική συντήρηση
των κατοχικών στρατευμάτων!)
«Ελληνες,
Εις χείρας μας έγκειται η σωτηρία
μας. Μη ακούετε την ύπουλον φωνήν των επικινδύνων εχθρών μας, των λύκων οι
οποίοι έρχονται εν σχήματι προβάτων.
Ακούσατε την φωνήν μου, φωνήν
ειλικρινούς πατριωτισμού, φωνήν τιμίας ελληνικής συνειδήσεως και βοηθήσατε να
σώσωμεν όλοι μαζί την Μεγάλην και Αγαπητήν μας Πατρίδα και την Ελληνικήν Φυλήν.
Εν Αθήναις τη 5 Μαΐου 1943.
ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΡΑΛΛΗΣ».
Ο αγώνας για τη διάσωση των
αρχαιοτήτων
Μια σχετικά
άγνωστη πτυχή της συνεισφοράς ενός τμήματος του ΕΑΜικού δ/υ κινήματος είναι
όμως και ο αγώνας για τον πολιτισμό και για τη διάσωση των αρχαιοτήτων. Μέχρι
σήμερα, καμιά κυβέρνηση δεν απαίτησε την επιστροφή των κλεμμένων αρχαιολογικών
θησαυρών, παρόλο που ήδη από το 1946, οι υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας
(ΕΑΜ Αρχαιολόγων) κατέθεσαν επίσημα μια λεπτομερέστατη έκθεση. Βεβαίως, η δράση
του ΕΑΜ Αρχαιολόγων δε σχετίζεται μόνο με την έκθεση αυτή. Καθ’ όλη τη διάρκεια
της Κατοχής κατέβαλλε σοβαρές προσπάθειες για τη διάσωση των αρχαιολογικών
θησαυρών, είτε παραχώνοντάς τους είτε προβαίνοντας σε έντονες διαμαρτυρίες (με
κίνδυνο να υποστούν τις συνέπειες των χιτλεροκατακτητών) στους υπεύθυνους για
τις πράξεις αρχαιοκαπηλίας (αυτούς που ο Ι. Ράλλης αποκαλούσε
«εμπειρογνώμονας», που ήρθαν για να σώσουν την Ελλάδα!)
Το
περιορισμένο του χρόνου δε μου επιτρέπει να επεκταθώ στην τεράστια συμβολή των
εκπαιδευτικών στην Εθνική Αντίσταση. Εχει όμως νομίζω μεγάλη αξία, να αφιερωθεί
ειδική μερίδα σε αυτό το θέμα. Προπαντός επειδή μπορεί να μας δώσει πολύ
χρήσιμα συμπεράσματα και για το ρόλο και τις απαιτήσεις από τις σημερινές
γενιές δασκάλων και εκπαιδευτικών.
Ενα ακόμα
θέμα, που απαιτεί ειδική μερίδα, είναι η «ανταμοιβή» των αντιστασιακών
υπαλλήλων για τη δράση τους. Οι απολύσεις, οι εξορίες, τα βασανιστήρια και οι εκτελέσεις
των δημόσιων υπαλλήλων, ακριβώς επειδή είχαν τολμήσει να αντισταθούν στον
κατακτητή, στο πλευρό του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.
Καθώς ακόμα
η πραγματική ιστορία της Εθνικής Αντίστασης δεν έχει μπει στα σχολεία, είναι
δύσκολο να πιστέψουμε ότι και το κεφάλαιο αυτό των διώξεων θα διδαχθεί το
αμέσως επόμενο διάστημα. Αν κάποιοι στην εκπαίδευση, φοβούνται ότι τα παιδιά θα
«τρομάξουν» με τόσο άδικο αίμα που χύθηκε, ας διδάξουν στο μάθημα της
λογοτεχνίας «Το τελευταίο μάθημα» της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη, που πρωτοδημοσιεύτηκε
στο περιοδικό Νέα Γενιά, και αναδημοσίευσε πρόσφατα το περιοδικό «Εθνική
Αντίσταση» (τ. 129, Γενάρη-Μάρτη 2006).
·
Ομιλία που έγινε σε ημερίδα την οποία διοργάνωσε η ΑΔΕΔΥ στις 23 του Μάη
2006
Του Νίκου
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΑΚΗ*
*Ο Νίκος Παπαγεωργάκης είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
*Ο Νίκος Παπαγεωργάκης είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου